ἀμυδρήεσσαι

ἀμυδρήεσσαι
ἀμυδρήεις
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ωπή — ἡ, Α 1. θεώρηση, θέαση 2. όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό («φλύκταιναι... ἀμυδρήεσσαι ἐς ὠπήν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με μακρό φωνηεντισμό από το θ. οπ τού ὄπωπα, παρακμ. τού ὁρῶ (βλ. λ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”